αναγαργαρίζω

αναγαργαρίζω
(Α ἀναγαργαρίζω)
κάνω γαργάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + γαργαρίζω.
ΠΑΡ. αναγαργάρισμα αρχ. ἀναγαργαρισμός, ἀναγαργάριστον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀναγαργαριζόμενον — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp masc acc sg ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαριζόντων — ἀναγαργαρίζω gargle pres part act masc/neut gen pl ἀναγαργαρίζω gargle pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσαι — ἀναγαργαρίζω gargle aor inf act ἀναγαργαρίσαῑ , ἀναγαργαρίζω gargle aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαριζομένη — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαριζομένου — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαριζέσθω — ἀναγαργαρίζω gargle pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαριζέσθωσαν — ἀναγαργαρίζω gargle pres imperat mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαριζέτω — ἀναγαργαρίζω gargle pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαριζόμενα — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαριζόμενοι — ἀναγαργαρίζω gargle pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”